αΐδιος

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258

Greek Monolingual

ἀίδιος, -ον (Α)
1. αιώνιος, ακατάλυτος, αδιάκοπος, συνεχής
2. φρ. «ἀίδιος οὐσία», η αιωνιότητα
3. (επιρρ. φρ.) «ἐς ἀίδιον», για πάντα, επ’ άπειρον.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < -ίδιος < ἀεί.
ΠΑΡ. αρχ. ἀιδιότης, ἀιδιάζω].