αίθυια

From LSJ

Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς προσδέχου συμβουλίαν → Tu non nisi a prudente consilium pete → Von einem weisen Mann nur nimm Beratung an

Menander, Monostichoi, 476

Greek Monolingual

η (Α αἴθυια)
αρχ.
1. ένα θαλασσοπούλι, ίσως ο θυελλοδύτης
2. επωνυμία της Αθηνάς ως προστάτιδας τών πλοίων
3. το πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἴθω
η ονομασία του πτηνού προήλθε πιθ. από το χρώμα του].