αβοήθητος
From LSJ
Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀβοήθητος, -ον) βοηθῶ
αυτός που δεν βρήκε βοήθεια, ανυπεράσπιστος, ανυποστήρικτος
αρχ.
ανίατος, αθεράπευτος.