αγαλματουργός
From LSJ
Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart
Greek Monolingual
ἀγαλματουργός, ο (Α)
ο αγαλματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγαλμα + -ουργὸς < ἔργον.
Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart
ἀγαλματουργός, ο (Α)
ο αγαλματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγαλμα + -ουργὸς < ἔργον.