αγανόφρων

From LSJ

Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch

Menander, Monostichoi, 174

Greek Monolingual

ἀγανόφρων (-ονος), ο (Α)
ευγενικός, ήπιος, πράος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγανὸς + φρήν.