αγγελοκαμωμένος

From LSJ

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495

Greek Monolingual

και -κάμωτος, -η, -ο
ωραίος σαν άγγελος, αγγελοπλασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άγγελος + καμωμένος, μτχ. του ρ. κάνω].