αγελαδοστάσι

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source

Greek Monolingual

το
το μέρος όπου εκτρέφονται και συντηρούνται αγελάδες, βουστάσιο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγελάδα + -στάσι].