αγκύλι

From LSJ

Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht

Menander, Monostichoi, 448

Greek Monolingual

το
οξύ και βελονοειδές αγκάθι, αγκίδα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μτγν. ουσ. ἀγκύλιον, υποκορ. του αρχ. ἀγκύλη.