αγκίδα

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source

Greek Monolingual

και γκίδα, η 1. μικρό βελονοειδές τμήμα ξύλου, σχίζα, σκλήθρα
2. αγκάθι
3. διαβολή, ραδιουργία
4. αυτό που τρυπά, στενοχωρεί την ψυχή (στενοχώρια, έρωτας κ.λπ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. ἀκίς. Η τροπή του κ σε γκ με επίδραση από τα αγκίστρι, αγκύλη κ.ά.
ΠΑΡ. αγκιδούλα].