αγλαόθρονος

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279

Greek Monolingual

ἀγλαόθρονος, -ον (Α)
αυτός που έχει λαμπερό θρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + θρόνος.