αγλαόκολπος

From LSJ

ὑμέναιον ἄνορμον εἰσπλεῖν → sail into a marriage that is no haven

Source

Greek Monolingual

ἀγλαόκολπος, -ον (Α)
(για γυναίκες) αυτή που φοράει φόρεμα με κομψές πτυχές.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + κόλπος.