αγλαόκολπος

From LSJ

Καλὸν τὸ καιροῦ παντὸς εἰδέναι μέτρον → Occasionis nosse res pulchra est modum → Schön ist's, das Maß zu kennen jeder rechten Zeit

Menander, Monostichoi, 273

Greek Monolingual

ἀγλαόκολπος, -ον (Α)
(για γυναίκες) αυτή που φοράει φόρεμα με κομψές πτυχές.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + κόλπος.