Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αγοραστός

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀγοραστός, -ή, -ὸν) ἀγοράζω
αυτός που αποκτήθηκε έναντι χρημάτων, ο αγορασμένος
νεοελλ.
αυτός που προέρχεται από την αγορά (σε αντίθεση με όσα υπάρχουν στο σπίτι και δεν αγοράζονται απ' έξω).