Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
το1. είδος σουπιάς2. τόπος άγριος και χέρσος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγριάδα < μτγν. επίθ. ἀγριάς.