αγριάδα
From LSJ
Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitas → Genesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf
Greek Monolingual
(I)
η
1. τόπος άγριος, χέρσος, κατάλληλος μόνο για βοσκή ζώων
2. απόκρημνος, δύσβατος τόπος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μτγν. αγριάς].
(II)
η
1. το να είναι κανείς άγριος, τραχύς τρόπος, θυμός, σκληρότητα, σκαιότητα
2. φρίκη, φόβος που τον αισθάνεται κανείς αντικρύζοντας κάτι φοβερό
3. η τραχύτητα της επιφάνειας ενός αντικειμένου
4. η τραχύτητα του καιρού
5. η δριμύτητα, η στυφότητα (στη γεύση).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άγριος.
ΠΑΡ. αγριάδι, αγριαδίνα].
(III)
η, Βοτ.
ένα από τα πιο δυσεξόντωτα πολυετή ζιζάνια της Ελλάδας.