αγωνάρχης

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source

Greek Monolingual

ἀγωνάρχης, ο (Α)
κριτής αγώνων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγών + ἄρχω].