θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
η (Α ἀγωνοθεσία)θέσπιση αγώνων και εποπτεία της διεξαγωγής τουςαρχ.το αξίωμα και το έργο του αγωνοθέτη.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγωνοθέτης.ΠΑΡ. ἀγωνοθεσιακός].