αγωνοθετώ

From LSJ

ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying

Source

Greek Monolingual

(Α ἀγωνοθετῶ -έω) ἀγωνοθέτης
είμαι αγωνοθέτης, θεσπίζω και διευθύνω αγώνες
αρχ.
εξεγείρω, προκαλώ διαμάχες, φασαρίες, διεγείρω.