αδίκαστος

From LSJ

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδίκαστος, -ον) δικάζω
αυτός που δεν δικάστηκε, δεν κρίθηκε από το δικαστήριο
αρχ.
αυτός για τον οποίο δεν έχει ληφθεί δικαστική απόφαση, εκκρεμής.