οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island
-η, -ο (Α ἀδίκαστος, -ον) δικάζωαυτός που δεν δικάστηκε, δεν κρίθηκε από το δικαστήριοαρχ.αυτός για τον οποίο δεν έχει ληφθεί δικαστική απόφαση, εκκρεμής.