αδίκαστος

From LSJ

τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδίκαστος, -ον) δικάζω
αυτός που δεν δικάστηκε, δεν κρίθηκε από το δικαστήριο
αρχ.
αυτός για τον οποίο δεν έχει ληφθεί δικαστική απόφαση, εκκρεμής.