αδίκαστος

From LSJ

Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδίκαστος, -ον) δικάζω
αυτός που δεν δικάστηκε, δεν κρίθηκε από το δικαστήριο
αρχ.
αυτός για τον οποίο δεν έχει ληφθεί δικαστική απόφαση, εκκρεμής.