εκκρεμής
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
Greek Monolingual
-ές (AM ἐκκρεμής, -ές)
1. μετέωρος
2. αβέβαιος («εκκρεμής λογαριασμός»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το εκκρεμές
α) σώμα στερεωμένο από σταθερό σημείο το οποίο ταλαντεύεται υπό την επίδραση του βάρους του
β) ρολόι που η ισόχρονη κίνησή του ρυθμίζεται με εκκρεμές
αρχ.
1. αυτός που κρέμεται, που εξαρτάται από κάπου
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐκκρεμές
ο λοβός του αφτιού.