αδαμαντόστικτος

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
ο αδαμαντοστόλιστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδάμας + στίζω (= σκαλίζω)].