αδειάτος

From LSJ

Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another

Source

Greek Monolingual

-η, -ο και αδειατός, -ή, -ό
άδειος
1. αυτός που έχει ευχέρεια χρόνου, ο εύκαιρος
2. κενός, άδειος, αδειανός.