οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
-ή, -ό
1. αυτός που δεν είναι απασχολημένος, ο εύκαιρος
2. κενός, άδειος
3. φρ. «αδειανά χέρια», χωρίς κάποιο δώρο, χωρίς κέρδος, άπρακτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άδειος + κατάλ. -ανος (πρβλ. λείος-λειανός, σιγά-σιγανός, άκρη-ακριανός κ.λπ.).
ΠΑΡ. αδειανάδα, αδειανιά.
ΣΥΝΘ. αδειανοσακούλης].