αδελφιδεύς

From LSJ

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source

Greek Monolingual

ἀδελφιδεὺς (-έως), ο (Α)
γιος αδελφού ή αδελφής, ανιψιός, ο αδελφιδούς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀδελφός + -ιδεύς].