αδιατάρακτος

From LSJ

ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow

Source

Greek Monolingual

και -χτος, -η, -ο διαταράσσω
αυτός που δεν διαταράχτηκε ή δεν μπορεί να διαταραχτεί, ατάραχος, ήρεμος, γαλήνιος.