αδικομήχανος

From LSJ

Ὑφ' ἡδονῆς ὁ φρόνιμος οὐχ ἁλίσκεται → Sapiens non capitur deliciarum retibus → Der Weise wird nicht von der Lust gefangen gesetzt

Menander, Monostichoi, 518

Greek Monolingual

ἀδικομήχανος, -ον (Α)
αυτός που σχεδιάζει μηχανορραφίες, ο δολοπλόκος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀδικο- + μηχανή (= τέχνασμα, πανουργία, δόλος)].