αδικοπήμων
From LSJ
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
ἀδικοπήμων, -ον (Α)
αυτός που άδικα βλάπτει.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀδικο- + -πήμων < πῆμα (= πάθημα, δυστύχημα, συμφορά)].