αδικοπήμων

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173

Greek Monolingual

ἀδικοπήμων, -ον (Α)
αυτός που άδικα βλάπτει.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀδικο- + -πήμων < πῆμα (= πάθημα, δυστύχημα, συμφορά)].