αδικοπαντρεύομαι

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

κάνω κακό γάμο, δεν ευτυχώ στον γάμο μου, κακοπαντρεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδικο- + παντρεύομαι].