αδικοπεθαίνω

From LSJ

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source

Greek Monolingual

πεθαίνω άδικα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδικο- + πεθαίνω].