αδρότητα

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

η (Μ -ότης, Α ἁδροτής, -ῆτος) ἁδρὸς
αρχ.-νεοελλ.
1. σφρίγος, σθένος, δύναμη, ιδίως σωματική
2. μεστότητα, ωριμότητα, ωρίμανση
μσν.
αφθονία.