αδρότητα

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source

Greek Monolingual

η (Μ -ότης, Α ἁδροτής, -ῆτος) ἁδρὸς
αρχ.-νεοελλ.
1. σφρίγος, σθένος, δύναμη, ιδίως σωματική
2. μεστότητα, ωριμότητα, ωρίμανση
μσν.
αφθονία.