η (Μ -ότης, Α ἁδροτής, -ῆτος) ἁδρὸςαρχ.-νεοελλ.1. σφρίγος, σθένος, δύναμη, ιδίως σωματική2. μεστότητα, ωριμότητα, ωρίμανσημσν.αφθονία.