αδυναμώνω

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219

Greek Monolingual

1. κάνω κάτι αδύναμο, αδύνατο
2. είμαι αδύναμος, αδύνατος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδύναμος.
ΠΑΡ. αδυναμωτικός].