Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
1. κάνω κάτι αδύναμο, αδύνατο2. είμαι αδύναμος, αδύνατος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδύναμος.ΠΑΡ. αδυναμωτικός].