αείβολος

From LSJ
Menander, Sententiae, 456

Greek Monolingual

ἀείβολος, -ον (Μ)
αυτός που ρίχνεται, εξακοντίζεται, βάλλεται συνεχώς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀεὶ + βόλος < βάλλω].