αελλομάχος

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225

Greek Monolingual

ἀελλομάχος, -ον (Μ)
αυτός που μάχεται, που παλεύει με τη θύελλα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄελλα + -μάχος < μάχομαι.