αεράτος

From LSJ

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82

Greek Monolingual

και αγεράτος και αγεράδος, -η, -ο αέρας
1. αυτός που έχει άνεση και χάρη στις κινήσεις και τους τρόπους του
2. σπαν. αυτός που προμηνύει άνεμο.