αερίστρα

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source

Greek Monolingual

η αερίζω
1. εργάτρια ή υπηρέτρια που έχει τη φροντίδα του αερισμού ενός χώρου τροφίμων ή ενδυμάτων
2. βεντάλια, αεριστήρι.