αεροτρεφής

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source

Greek Monolingual

-ές
ο αερότροφος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέρας + -τρεφής < τρέφω.