αθήρ

From LSJ

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαιfruitful plants show it straightaway

Source

Greek Monolingual

ἀθὴρ (-έρος), ο (Α)
ο αθέρας (ΙΙ).