αθλιότητα

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀθλιότης, -ότητος) ἄθλιος
1. δυστυχία, ταλαιπωρία
2. ελεεινή κατάσταση
3. ελεεινή πράξη.