αθώωση

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual

η (AM ἀθῴωσις)
απαλλαγή κάποιου από κατηγορία, αναγνώριση της αθωότητάς του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. ἀθῳῶ (-όω), νεοελλ. αθωώνω].