αιθεροειδής

From LSJ

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289

Greek Monolingual

-ές (Α αἰθεροειδής)
ο όμοιος με τον αιθέρα, αιθέριος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰθήρ, -έρος + -ειδής < εἶδος.