αιματοβάφω
From LSJ
Greek Monolingual
1. βάφω με αίμα, καταματώνω
2. προκαλώ αιματοχυσία, αιματοκυλώ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αίμα, -ατος + βάφω.
ΠΑΡ. αιματοβαμμένος, αιματοβαφής].
1. βάφω με αίμα, καταματώνω
2. προκαλώ αιματοχυσία, αιματοκυλώ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αίμα, -ατος + βάφω.
ΠΑΡ. αιματοβαμμένος, αιματοβαφής].