αιματοβαμμένος

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source

Greek Monolingual

και ματοβαμμένος, -η, -ο αιματοβάφω
1. ο βαμμένος στο αίμα
2. κατακόκκινος
3. αυτός που βαρύνεται με πολλούς φόνους, αιμοσταγής, κακούργος.