αιματοκύλισμα

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

Greek Monolingual

το και -κυλισμός, ο αιματοκυλίζω
αιματηρή σύρραξη, αιματοχυσία, φονικό.