αιματοκυλίζω
From LSJ
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
Greek Monolingual
και αιματοκυλίω και αιματοκυλώ και ματοκυλώ, ματοκυλάω, ματοκυλίζω
1. κυλώ κάποιον στο αίμα, σκοτώνω ή τραυματίζω σοβαρά
2. γίνομαι αίτιος να χυθεί αίμα, να γίνουν τραυματισμοί και φόνοι, προκαλώ αιματοχυσία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αίμα + αρχ. κυλίω (νεώτ. κυλίζω, κυλώ).
ΠΑΡ. αιματοκυλισιά, αιματοκύλισμα, αιματοκυλισμένος].