αιματόχρωμος

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει το χρώμα του αίματος, κόκκινος σαν το αίμα.