αιματόχρωμος

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει το χρώμα του αίματος, κόκκινος σαν το αίμα.