αιμορραγώ

From LSJ

ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils

Source

Greek Monolingual

(Α αἱμορραγῶ) αἱμορραγής
έχω αιμορραγία, πάσχω από αιμορραγία
νεοελλ.
1. υποφέρω, είμαι τραυματισμένος ψυχικά
2. «πληγή που αιμορραγεί», ψυχικό τραύμα, πόνος που δεν μπορεί κανείς να απαλύνει.