αιμυλομήτης
From LSJ
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
αἱμυλομήτης (-ου), ο (Α)
αυτός που μεταχειρίζεται δολερά τεχνάσματα, πανούργος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἱμύλος + -μήτης < μῆτις «ευφυΐα, πανουργία, τέχνασμα»].